βιόλα

βιόλα
Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και τεχνική με αυτό. Ο ήχος της είναι βαθύς, αλλά διαπεραστικός και πλούσιος σε παλμικές δονήσεις. Αν και η καταγωγή της ανάγεται στον 13o αι., μεταξύ 16ου και 17ου αι. ονόμαζαν β. όλα τα όργανα της οικογένειας των εγχόρδων. Οι β. διακρίνονταν τότε σε δύο είδη: στις β. ντα μπράτσο (viole da bracchio),που έμοιαζαν πιο πολύ με το βιολί, και στις β. ντα γκάμπα (viole da gambα)που, ανάλογα με την έκταση και τον τρόπο που κουρδίζονταν, περιλάμβαναν από τη μια μεριά τις οξύφωνες, υψίφωνες, μεσόφωνες, βαρύτονες και βαθύφωνες β. και από την άλλη έναν νόθο τύπο οργάνου, που βρισκόταν μεταξύ βαθύφωνου και οξύφωνου. Η μεσόφωνος του νόθου αυτού τύπου είναι η β.ντ’ αμόρε (viola d’ amore)με 5 έως 7 χορδές, που στηρίζονται πάνω σε καβαλάρη,και 7-14 συμπαθητικές χορδές, κουρδισμένες σε ταυτοφωνία με τις αντίστοιχες κύριες, με τις οποίες και συνηχούν, όπως συνηθίζεται να λέγεται, εκ συμπαθείας. Μερικοί θεωρούν τη β. ντ’ αμόρε όργανο αγγλικής επινόησης των μέσων του 17ου αι., χωρίς όμως να υπάρχουν και ανάλογα όργανα εκείνης της εποχής. Άλλοι πάλι τη θεωρούν ιταλικής επινόησης και ως απόδειξη φέρουν το γεγονός ότι το 1720 ένας Ολλανδός δεξιοτέχνης έπαιξε πάνω σε μια β. ντ’ αμόρε με επτά χορδές, βενετικής κατασκευής. Σε κάθε περίπτωση, Ιταλοί ήταν οι πρώτοι αξιόλογοι κατασκευαστές και δεξιοτέχνες, μεταξύ των οποίων αναφέρεται και ο διάσημος, τον 18ο αι., βιολιστής Ατίλιο Αριόστι (1666-1740) που, μεταξύ άλλων, έγραψε και μια συλλογή από τέσσερα μαθήματα και κομμάτια για β. ντ’ αμόρε (1728). Αργότερα μεταχειρίστηκε β. ντ’ αμόρε και ο Μάγερμπερ, στην πρώτη πράξη του μελοδράματός του Οι Ουγενότοι (1836). Η σύγχρονη β., αντίθετα με το βιολί, δεν βρήκε μεγάλη απήχηση ως όργανο δεξιοτεχνίας και η φιλολογία της είναι μάλλον περιορισμένη. Ενδεικτικά αναφέρουμε το συμφωνικό ποίημα του Μπερλιόζ Ο Χάρολντ στην Ιταλία,αφιερωμένο στον Παγκανίνι, που ωστόσο δεν το έπαιξε ποτέ, και τις συνθέσεις του Χίντεμιτ με συνοδεία πιάνου ή ορχήστρας. Βιόλα κατασκευασμένη από τον Π. Μαντεγκάτσα (Μουσείο Μουσικών Οργάνων, Μιλάνο).
* * *
(I)
η (Μ βιόλα)
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει τις βιολέτες και τους πανσέδες
2. κοινή ονομασία διαφόρων καλλωπιστικών φυτών: α) η απλή ή διπλή βιολέτα
β) το ίον, το γιούλι, ο μενεξές
γ) η γαριφαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. viola < λατ.
viola].
————————
(II)
η
1. έγχορδο της οικογένειας των βιολιών, το οποίο είναι μεγαλύτερο από το βιολί κατά το ένα έβδομο του μεγέθους του και κουρδίζεται μία πέμπτη χαμηλότερα
2. παλαιότερη ονομασία για όλα τα έγχορδα με δοξάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. viola].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βιόλα — η 1. έγχορδο μουσικό όργανο: Παίζουν απόψε ένα έργο του Μπερλιόζ για ορχήστρα και σόλο βιόλα. 2. η βιολέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανσές — (βιόλα η κηπαία). Καλλωπιστικό φυτό εξαιρετικά διαδεδομένο. Άγριος πρόγονος του π. είναι η βιόλα τρίχρους η αρουραία, που φυτρώνει μόνη της στην κεντρική Ευρώπη και στην Ασία και υπάγεται στην οικογένεια των βιολιδών (δικοτυλήδονα)· είναι πόα… …   Dictionary of Greek

  • βιολί — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (σολ, ρε, λα, μι),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Η προέλευσή του, όπως άλλωστε και όλων των οργάνων με τόξο, είναι αβέβαιη. Ίσως να προέρχεται απότο αραβικό ρεμπάμπ, που έγινε γνωστό στην… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βιβάλντι, Αντόνιο — (Antonio Vivaldi, Βενετία 1675 – Βιέννη 1741). Ιταλός συνθέτης. Τα πρώτα του μουσικά μαθήματα τα διδάχτηκε από τον πατέρα του, που ήταν βιολιστής, και συμπλήρωσε τις σπουδές του με τον Τζοβάνι Λεγκρέντσι. Κατά καιρούς κατέλαβε πολλές μουσικές… …   Dictionary of Greek

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek

  • βιολέ — το [βιόλα (Ι)] χρώμα, ιώδες, μενεξές …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • κουιντέτο — Μουσικό κομμάτι που έχει γραφτεί για πέντε φωνές ή για πέντε όργανα. Το κ. εξελίχθηκε παράλληλα με το κουαρτέτο και δέχτηκε διάφορους οργανικούς συνδυασμούς: δύο βιολιά, δύο βιόλες και ένα βιολοντσέλο, ή δύο βιολιά, μία βιόλα και δύο βιολοντσέλα …   Dictionary of Greek

  • μεταγραφή — I (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”